ανάγλυφο

ανάγλυφο
I
(Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που είναι και η βάση της, είναι το ειδικό γνώρισμα του α. Εξάλλου, τα α. κατασκευάζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι παραστάσεις συνήθως να εξέχουν. Αυτό επιτυγχάνεται με το κατάλληλο σκάλισμα της επιφάνειας πάνω στην οποία φιλοτεχνείται. Αν οι παραστάσεις εξείχαν, τότε το α. λεγόταν έκτυπο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση πρόστυπο. Οι πρώτοι λαοί που χρησιμοποίησαν το α. ήταν οι Αιγύπτιοι, οι Σουμέριοι, οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι. Σε μεγάλη ακμή είχε φτάσει το α. στη μινωική Κρήτη. Οι Έλληνες γλύπτες γνώριζαν επίσης το α. και, ιδιαίτερα εκείνοι της αρχαϊκής εποχής, είχαν συνειδητοποιήσει τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε στη σμίκρυνση και στην αίσθηση του χώρου. Τα κυριότερα αρχαία α. είναι επιτύμβια (μαρμάρινες ανάγλυφες πλάκες που τις τοποθετούσαν στους τάφους) ή αρχιτεκτονικά (α. για τη διακόσμηση στις μετόπες, στα αετώματα και στις ζωφόρους των ναών, των βωμών κλπ.). Υπάρχουν και α. γνωστά ως ψηφιστικά, γιατί διακοσμούσαν το πάνω τμήμα μαρμάρινων συνήθως στηλών,όπου αναγράφονταν ψηφίσματα (αποφάσεις για συνθήκες, ανακωχές κλπ.). Τέλος, τα αναθηματικά α. ήταν πλάκες με παραστάσεις που τις αφιέρωναν σε θεούς, προς ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Ανάγλυφο που βρέθηκε στα Φάρσαλα (Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι).
Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, ανάγλυφο του 3ου αι. π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο, Φλωρεντία).
II
(Γεωγρ.).Το σύνολο των ανωμαλιών που υπάρχουν στην επιφάνεια της ξηράς, στον βυθό των ωκεανών και των θαλασσών. Τα κύρια στοιχεία του α. είναι το υψόμετρο (το ύψος σε σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας), το σχετικό υψόμετρο (ύψος σε σχέση με το υψόμετρο γειτονικής κοιλάδας ή πεδιάδας), η μέση κλίση και η διάταξη (υδρογραφικό δίκτυο και άλλα γνωρίσματατης επιφάνειας της ξηράς, π.χ. βράχοι, λίμνες, θίνες κλπ.). Το α. μιας περιοχής εξαρτάται από τη σχετική ένταση που έχουν δύο ανταγωνιστικοί παράγοντες, οι τεκτονικές δυνάμεις και οι συσσωρεύσεις από τη μια πλευρά (δημιουργία α.) και η διάβρωση από την άλλη (καταστροφή α.). Στον κύκλο δημιουργίας και καταστροφής του α. οι γεωλογικές διεργασίες που γίνονται στην επιφάνεια της Γης για τη μεταβολή του α. χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α. Διεργασίες που δρουν στην επιφάνεια της Γης (απογύμνωση,ιζηματογένεση). Με την απογύμνωση ελαττώνεται συνέχεια το ύψος των ορίων και δημιουργείται μια τάση ισοπέδωσής τους. Τα προϊόντα της απογύμνωσης μεταφέρονται από τα τρεχούμενα νερά, τον άνεμο και τους παγετώνες και αποθέτονται σε εξομαλυσμένες περιοχές (χερσαία ιζήματα) ή στις λίμνες και τη θάλασσα (ιζηματογένεση). β. Διεργασίες που γίνονται στο εσωτερικό της Γης και εκδηλώνονται στην επιφάνεια (κινήσεις της επιφάνειας της Γης και πυριγενής δράση). Η απόθεση υλικών από την ξηρά στους ωκεανούς διαταράσσει την ισορροπία των διαφόρων τεμαχίων της Γης, με αποτέλεσμα οι πυθμένες να αρχίσουν να βυθίζονται και να εμφανίζονται οριζόντιες πιεστικές δυνάμεις εξαιρετικά μεγάλης έντασης που οδηγούν στη δημιουργία νέου α. (ορεογένεση). Με την περιγραφή των διαφόρων μορφών του α., την ταξινόμηση και την εξέλιξή τους ασχολείται η γεωμορφολογία. Τα αποτελέσματα της μελέτης του α. χρησιμεύουν για να λυθούν πολλά προβλήματα όπως για την εγγειοβελτίωση, τις μηχανοτεχνικές αναζητήσεις, τις έρευνες χρήσιμων ορυκτών κ.ά.
* * *
το (Α ἀνάγλυφον)
1. κάθε παράσταση που είναι γλυπτή, σκαλισμένη σε πλάκα από μάρμαρο, μέταλλο κ.λπ., σε τρόπο ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά τους
τα ανάγλυφα διακρίνονται σε πρόστυπα και έκτυπα
2. (Τοπογρ.) η τρισδιάστατη αναπαράσταση τού γενικά ανώμαλου εδάφους, με τη βοήθεια ανάγλυφου χάρτη ή στερεοσκοπικής εικόνας. Γενικά ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει και την τρισδιάστατη μορφή τών ανωμαλιών τού εδάφους, καθώς και ως συνώνυμος τού όρου «μορφολογία τού εδάφους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. τού επιθ. ἀνάγλυφος* σε χρήση ουσιαστικού.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφοειδής, αναγλυφοποιός).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάγλυφο — το (αρχαιολ.), είδος της πλαστικής τέχνης που ξεχωρίζει σε έκτυπο, πρόστυπο και επιπεδόγλυφο (βλ. λλ.)· γίνεται σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο: Ονομαστά είναι τα ανάγλυφα του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”